Καταφύγιο Ολύμπου Α’ «Σπήλιος Αγαπητός»

Το καταφύγιο Α’ ή «Σπήλιος Αγαπητός» βρίσκεται στη θέση «Μπαλκόνι» σε υψόμετρο 2.060μ και ανήκει στην Ελληνική Ομοσπονδία Ορειβασίας Αναρρίχησης (Ε.Ο.Ο.Α.). Θεμελιώθηκε το 1930 και υπήρξε το πρώτο ελληνικό καταφύγιο (Καταφύγιο Α’). Ονομάστηκε «Σπήλιος Αγαπητός» προς τιμήν του πρώτου προέδρου του Ε.Ο.Σ. (η σημερινή Ε.Ο.Ο.Α.) ,αρχιτέκτονα και μηχανικού Σπήλιου Αγαπητού που σχεδίασε το πρώτο κτίριο του καταφυγίου. Η κατασκευή του ολοκληρώθηκε το 1931 και μπορούσε να φιλοξενήσει 25 άτομα. Σταδιακά το καταφύγιο επεκτάθηκε και βελτιώθηκε . Διαθέτει πλέον 110 θέσεις ύπνου μοιρασμένες σε τρεις πτέρυγες: την κεντρική , την εξωτερική και την νέα πτέρυγα « Κώστας Ζολώτας».

To 1959-1960 έγιναν βελτιώσεις στο αρχικό κτίσμα και προστέθηκε νέα αίθουσα και διάφοροι βοηθητικοί χώροι με αποτέλεσμα να αυξηθούν οι θέσεις ύπνου σε 52.

Το 1964 μεγάλωσε η δεξαμενή νερού και κτίστηκε ο μικρός ξενώνας ,ενώ το διάστημα 1975-1979έγιναν ανακαινίσεις και προστέθηκαν και άλλες αίθουσες. Το 1984-1985 έγιναν διαμορφώσεις του εξωτερικού χώρου.

Το διάστημα 1999-2001 με χρηματοδότηση από το Β’ Κ.Π.Σ. (Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης) και από την Ε.Ο.Ο.Α. κατασκευάστηκε νέα πτέρυγα, έγιναν σημαντικές βελτιώσεις στις εγκαταστάσεις και στον εξοπλισμό όλων των κτισμάτων του καταφυγίου και διαμορφώθηκε ο περιβάλλον χώρος. Σήμερα το καταφύγιο διαθέτει 110 θέσεις ύπνου.

Διαχειριστής του καταφυγίου ήταν από το 1954 (επίσημα από το 1960) έως το 2001 ο επίσημος οδηγός Ολύμπου Κώστας Ζολώτας που λειτούργησε άψογα το καταφύγιο με αποτέλεσμα το Δ.Σ. της Ε.Ο.Ο.Α. να ονομάσει το νέο κτίσμα του καταφυγίου που εγκαινιάστηκε την 29-06-2002 «Πτέρυγα Κώστας Ζολώτας» Επίσης με την ίδια απόφαση του Δ.Σ. οι αίθουσες της νέας πτέρυγας πήραν τα ονόματα Προέδρων της Ομοσπονδίας: Φ. Θεοδωρίδης, Α. Τζάρτζανος, Σ. Βασιλόπουλος, Μ. Δέφνερ, Δ. Χατζίδης, Δ. Γεωργούλης καθώς και του μεγάλου ορειβάτη και εκπαιδευτή Γ. Μιχαηλίδη που σκοτώθηκε στον Όλυμπο, όπως και ο Ι. Χασιώτης, πρόεδρος του Ε.Ο.Σ. Κατερίνης, που το καθιστικό φέρει το όνομά του.

Διαχειρίστρια από το 2001 έως και σήμερα είναι η Μαρία Ζολώτα κόρη του Κώστα Ζολώτα.


Φτάνοντας στην κορυφή του Ολύμπου του Νίκου Νέζη

Το έτος 2013 συμπληρώνονται 100 χρόνια από την πρώτη ανάβαση στον Μύτικα, την ψηλότερη κορυφή του Ολύμπου. Η κορυφή κατακτήθηκε από το Χρήστο Κάκαλο στις 2 Αυγούστου 1913 και η ανάβαση αυτή έχει καταγραφεί , στο βιβλίο του Νίκου Νέζη με τίτλο «Όλυμπος».

Τον Ιούλιο του 1913 οι Ελβετοί Frederic Boissonnas , φωτογράφος-εκδότης και ο Daniel Baud-Bovy συγγραφέας αποφασίζουν να εξερευνήσουν τον Όλυμπο, εκπληρώνοντας έτσι ένα παλιό τους όνειρο. Στις 28 Ιουλίου φθάνουν στο Λιτόχωρο, ερχόμενοι με καΐκι από τη Θεσσαλονίκη (όπως συνηθίζονταν τότε) και αφού παίρνουν για οδηγό τους τον κυνηγό αγριοκάτσικων Χρήστο Κάκαλο ξεκινούν την επόμενη ημέρα για την Μονή Αγ. Διονυσίου, όπου φθάνουν το μεσημέρι. Μετά από λίγο ανηφορίζουν το παλιό μονοπάτι και το βράδυ κατασκηνώνουν στην τοποθεσία Πετρόστουγκα (1980 μ.).

Στις 30 Ιουλίου, περνάνε από τη Σκούρτα και αφού διασχίζουν το «Λαιμό», φθάνουν στο σημερινό Οροπέδιο των Μουσών, που το ονομάζουν "Λιβάδι των θεών" (2600 μ.). Την ίδια μέρα ανεβαίνουν στις κορυφές Προφήτη Ηλία (2803 μ.) και Τούμπα (2801 μ.), εξερευνούν τη βάση του Στεφανιού και ονομάζουν την κορυφή αυτή "Θρόνο του Διός".

Από το οροπέδιο κατεβαίνουν κάτι απότομες σάρες και φθάνουν κοντά στη θέση "Καλύβα" (1962 μ.),η σημερινή Παλιοκάλυβα κοντά στο καταφύγιο Σπ. Αγαπητός .Εκεί στην Καλύβα συνειδητοποιούν ποιος είναι ο «δρόμος» για την υψηλότερη κορυφή. Λίγο αργότερα κατηφορίζουν τη ρεματιά του Μαυρόλογγου και από εκεί καταλήγουν το βράδυ στη Μονή του Αγίου Διονυσίου. Στις 31 Ιουλίου αποφασίζουν να επιχειρήσουν την ανάβαση στην ψηλότερη κορυφή. Γυρίζουν πίσω και κατασκηνώνουν στα Πριόνια όπου όλο το βράδυ δοκιμάζονται από μία φοβερή θύελλα. Την επόμενη μέρα ανηφορίζουν στον Μαυρόλογγο και φτάνουν στην Καλύβα, όπου και διανυκτερεύουν. Την 2 Αυγούστου πριν ακόμη ξημερώσει, ξεκινάνε με ομίχλη, χαλάζι και ανεμοθύελλα και σκαρφαλώνουν, μάλλον κατευθείαν από τα Ζωνάρια και φτάνουν σε μία στενή κορυφογραμμή. Σκαρφαλώνοντας στη συνέχεια μέσα στην ομίχλη, με τον Χρήστο Κάκαλο ξυπόλυτο μπροστά και  και τους δύο Ελβετούς δεμένους με σχοινί, ανεβαίνουν σε μια κορυφή που νομίζοντας ότι είναι η ψηλότερη, την ονομάζουν «Κορυφή της Νίκης». Οι Ελβετοί άφησαν εκεί κάτω από ένα σωρό πέτρες, μία κάρτα με λίγα λόγια μέσα σε ένα μπουκάλι. Το μπουκάλι βρέθηκε μετά από 14 χρόνια, στάλθηκε στην Ελβετία και σήμερα βρίσκεται στα γραφεία της Ελληνικής Ομοσπονδίας Ορειβασίας και Αναρρίχησης. Κάποια στιγμή η βαριά ομίχλη ανοίγει και βλέπουν μια ψηλότερη κορυφή και καταλαβαίνουν το λάθος τους. Απογοητευμένοι κατεβαίνουν την απότομη κορυφή που τώρα ονομάζουν "Ταρπηία Πέτρα" και κατηφορίζουν πάλι τα γλιστερά και κατακόρυφα βράχια. Ο Χρήστος Κάκαλος με κατεβασμένο το κεφάλι, αμίλητος, κατεβαίνει την απότομη κόψη. Μπροστά του ο «κατακόρυφος διάδρομος» που οδηγεί στην ψηλότερη κορυφή. Απάνω; Ρωτάει. Οι Ελβετοί του γνέφουν ναι. Χωρίς άλλο λόγο ο Κάκαλος αφήνει τα φωτογραφικά σύνεργα και σκαρφαλώνει με πείσμα στους λείους και επικίνδυνους βράχους ακολουθούμενος από τους δύο Ελβετούς και σε λίγο είναι στην κορυφή.

Έτσι στις 2 Αυγούστου 2013, ώρα 10,25 το πρωί κατακτιέται ο Μύτικας η ψηλότερη κορυφή της Ελλάδας!

Από το βιβλίο «Όλυμπος» του Νίκου Νέζη


Χρήστος Κάκαλος: Ο Κατακτητής του Ολύμπου του Κώστας Ζολώτα

Γεννήθηκε το 1879* στο Λιτόχωρο και πέθανε το 1976. Ήταν παντρεμένος είχε τέσσερα παιδιά, το Γιώργο, το Γιάννη, την Ειρήνη και τη Μαρία. Η σχέση μου με τον μπάρμπα Χρήστο εκτός από γειτονική —το σπίτι του παππού μου, όπου μεγάλωσα, ήταν απέναντι από το δικό του, στην αρχή του φαραγγιού του Ενιπέα— ήταν και οικογενειακή. Από τον παππού μου τον Μακεδονομάχο Κωνσταντίνο Σκυφαλίδα έμαθε, εκτός από την υλοτομία και το λαγούτο, τα ατέλειωτα εκείνα χειμωνιάτικα βράδια, τα μυστικά του βουνού. Ο μπάρμπα Χρήστος ήταν τακτικός επισκέπτης στο σπίτι μας. Κάθε φορά είχε και μια καινούργια ιστορία να μου διηγηθεί, ...για την καλύβα που είχανε φτιάξει με τον παππού μου και με τους Ρεππαίους στη σημερινή θέση «Παλιοκάλυβα», για τα τεράστια ρόμπολα που κόβανε την άνοιξη και πώς κάνανε πάνω στο χιόνι τις περίφημες «κουτσουροστράτες» για να τα μεταφέρουνε στα «Πριόνια» όπου και από το 1920 δούλευε το «Νεροπρίονο» (πριονοκορδέλα).

Το 1913 κατακτά την κορυφή. «Την ανταριασμένη εκείνη μέρα όταν βρεθήκαμε απέναντι από τον «Μύτικα» με τους Ελβετούς Βaud-Bovy και Βοissonas, εκείνοι ύψωσαν την σημαία τους, ο Δίας μας λυπήθηκε, τράβηξε τα σύννεφα και έτσι είδαμε πως βρισκόμασταν σε χαμηλότερη κορυφή και συνεχίσαμε το δρόμο μας…..» Παρόλο που είχαν περάσει τόσα χρόνια από τότε, στα μνήμα του μπάρμπα Χρήστου όταν πάντα ζωντανή εκείνη η ανάβαση. Μετά την κατάκτηση του «Μύτικα» και την απελευθέρωση της Μακεδονίας από τους Τούρκους, άρχισαν να έρχονται κάθε λογής επιστήμονες απ’ όλα τα μέρη του κόσμου για να «εξερευνήσουν» τον ΄Ολυμπο και ο μπάρμπα Χρήστος ήταν ο οδηγός τους σε κάθε ανάβαση. Το 1937 ονομάστηκε και επίσημα πλέον, «Οδηγός του Ολύμπου» από τον Ελληνικό Ορειβατικό Σύνδεσμο (ΕΟΣ).

Το 1930 θεμελιώνεται το πρώτο ορειβατικό καταφύγιο στον ΄Ολυμπο, στη θέση «Μπαλκόνι» κατόπιν υποδείξεως του μπάρμπα Χρήστου. Η επιτροπή από την Αθήνα ήθελε να κτιστεί στη θέση «Παλιοκάλυβα», αλλά ο μπάρμπα Χρήστος διαφώνησε λέγοντας «θα σας το φαν οι ρογκάδες» (οι χιονοστιβάδες). Έκτοτε δικαιώθηκε πολλές φορές για αυτή του την παρατήρηση.

YΤα χρόνια περνούν και η κίνηση στον ΄Ολυμπο αυξάνεται. Το καταφύγιο δεν μπορεί να ανταποκριθεί πλέον στις ανάγκες κι έτσι το 1959 γίνεται η πρώτη επέκταση προσθέτοντας άλλα 30 κρεβάτια. Το 1971 φτάνει και ο δασικός δρόμος στη θέση «Πριόνια». Τότε ήταν που ρώτησα τον μπάρμπα Χρήστο, μιας και μειώθηκε η διαδρομή, εάν ήθελε να ξαναδεί τα παλιά του λημέρια. Εκείνος συμφώνησε και το καλοκαίρι με μία παρέα του ΕΟΣ Λιτόχωρου ανέβηκε στο καταφύγιο, όπου και έμεινε για δύο μήνες.

Τα βράδια έπαιζε το αγαπημένο του λαγούτο και τραγουδούσε… «Ξύπνα γειτονοπούλα μου,
ξύπνα και μην κοιμάσαι
χρυσή κορδέλα σου ΄φερα
να δέσεις στα μαλλιά σου,
χαρά στην ομορφιά σου.
Ήρθα και δεν μου άνοιξες
απ’ τη μικρή πορτούλα…
κακιά γειτονοπούλα.

Την μέρα έκανε μικρούς περιπάτους και μας έλεγε ιστορίες , όπως για τον Γιανκούλα ο οποίος ήταν πολύ αγαπητός στο Λιτόχωρο…«και που λες Κώστα, ένα βράδυ ήρθε ο Γιανκούλας στην καλύβα μας και πρόσφερε στον παππού μου χρήματα γιατί είχε τέσσερα κορίτσια να παντρέψει και ήθελε να τον βοηθήσει. Εκείνος όμως αρνήθηκε την προσφορά του και του είπε να τα δώσει σε κάποια άλλη οικογένεια»…  Γρήγορα ήρθε ο Σεπτέμβριος και η οικογένεια έπρεπε να κατέβει για να πάει η μεγαλύτερή μου κόρη στο σχολείο. Έτσι φύγανε όλοι μαζί. Εγώ έμενα στο καταφύγιο ως τα τέλη Οκτωβρίου. Το χειμώνα κάθε φορά που περνούσε από το σπίτι με ρώταγε «θα με πάρεις το καλοκαίρι επάνω;» Ανυπομονούσε να ξαναβρεθεί στα αγαπημένα του μέρη.

Το καλοκαίρι ήρθε και ο μπάρμπα Χρήστος, με συνοδεία πάλι από ορειβάτες, ανέβηκε στο καταφύγιο, όπου και κάθισε πάλι πάνω από δύο μήνες. Το Σεπτέμβριο, που αραίωσε η κίνηση, τον ρώτησα εάν ήταν έτοιμος να ανέβει στην κορυφή. Μου απάντησε, «να πάμε Κώστα...» Έτσι την επόμενη ημέρα, 14 Σεπτεμβρίου του 1972, η ομάδα ξεκίνησε για την κορυφή. Την ομάδα αποτελούσαν, εκτός από τη γυναίκα μου και τις κόρες μου Χριστίνα 3, Μαρία 5 και Παρασκευή 10 χρονών, ο συγχωρημένος Λευτέρης Τυρόπουλος από την Αθήνα, ένα φιλικό μας ζευγάρι Γερμανών και ο Γιώργος Λάμπρου μέλος του ΕΟΣ Λιτόχωρου. Δηλαδή, ο μεγαλύτερος της παρέας ήταν 93 χρονών και η μικρότερη μόλις 3! Κάτι το ίσως μοναδικό στα Παγκόσμια ορειβατικά χρονικά. Η ομάδα άρχισε σιγά-σιγά να ανηφορίζει...Τον παππού τον ενοχλούσαν τα παπούτσια, κάτι δεν του ταίριαζε. Σε κάποια στιγμή, γυρίζει και μου λέει: «Αμ δεν φταίν’ τα παπούτσια Κώστα μου, φταίν’ τα πολλά τα χρόνια». Έτσι σιγά - σιγά με πολλές στάσεις και ιστορίες φτάσαμε στην κορυφή. Η χαρά όλων ήταν απερίγραπτη. Ο μπάρμπα Χρήστος άρχισε να διηγείται: « Την κορυφή «Χριστάκη» την είπαν στον αρματολό τον Χριστάκη, που τον σκότωσαν οι Τούρκοι. Σε μια σχισμή του βράχου υπάρχουν ακόμα τα κόκαλά του...» και συνέχισε λέγοντας για το «Στεφάνι», τον «Προφήτη Ηλία» και για άλλες κορυφές. Σε κάποια στιγμή μου λέει : «’Ακου να σου πω, παιδί μου Κώστα, με το ένα πόδι στον τάφο είμαι...» και λίγο αργότερα «Κώστα, τα χρόνια μου και τα κότσια μου να ‘χεις!» Εγώ, με την σειρά μου, του υποσχέθηκα ότι θα δημιουργήσουμε μία νέα γενιά από οδηγούς και ορειβάτες πραγματικούς αετούς. Ο μπάρμπα Χρήστος μου χάρισε το δίπλωμά του «να το έχεις για ενθύμιο».

Τον χειμώνα τον μπάρμπα Χρήστο τον έβλεπα τακτικά και πάντα τα λέγαμε. ‘Ήταν άνοιξη του ‘76 και είχα κάμποσο καιρό να τον δω. Ρωτώντας τη νύφη του μαθαίνω ότι δεν είναι πολύ καλά. Κάποια μέρα με πολύ κόπο έφτασε ο μπάρμπα Χρήστος στο σπίτι μου. Δεν έβλεπε μα ούτε και άκουγε πλέον καλά και είχε και διαλείψεις. Προσπαθούσαμε να πούμε καμιά κουβέντα μα δεν μας καταλάβαινε. Σε μια στιγμή μου λέει: «΄Αα εσύ είσαι Κώστα; Χαίρομαι που σε βλέπω για τελευταία φορά. Αφήνω τον Όλυμπο σε καλά χέρια... την ευχή μου να 'χεις!»

Ήταν η τελευταία έξοδος του μπάρμπα Χρήστου. Στις 13 Απριλίου 1976 οι ΟΛΥΜΠΙΟΙ ΘΕΟΙ τον πήραν στα ουράνια για να 'χει για πάντα συντροφιά τον ΜΥΤΙΚΑ και τα ΣΤΕΦΑΝΙΑ... Μπάρμπα Χρήστο, σε ευχαριστούμε για τον δρόμο που μας άνοιξες για τις κορυφές.

*0 μπάρμπα Χρήστος, σύμφωνα με την μαρτυρία του Αθανασίου του Καρτσιούνα, γραμματέα της τότε Κοινότητας, πριν τον πόλεμο, γεννήθηκε το 1879 και όχι το 1882.